υγρογράφος

υγρογράφος
ο, Ν
(μετεωρ.) αυτογραφικό υγρόμετρο στο οποίο η υγρασία τού αέρα καταγράφεται πάνω σε χαρτί που είναι στερεωμένο σε περιστρεφόμενο τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrograph (< υγρός + -γράφος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υγρογράφος — ο μετεωρολογικό όργανο που μετράει αυτόματα την ατμοσφαιρική υγρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”